βερικοκιά (Neugriechisch)

Bearbeiten
Singular Plural

Nominativ η βερικοκιά οι βερικοκιές

Genitiv της βερικοκιάς των βερικοκιών

Akkusativ τη βερικοκιά τις βερικοκιές

Vokativ βερικοκιά βερικοκιές

Worttrennung:

βε·ρι·κο·κιά, Plural: βε·ρι·κο·κιές

Umschrift:

verikokiá, Plural: verikokiés

Aussprache:

IPA: [vɛrikɔˈca]
Hörbeispiele:
Reime: -a

Bedeutungen:

[1] Botanik: Aprikose, Aprikosenbaum (Prunus armeniaca)

Herkunft:

Erbwort aus dem mittelgriechischen βερικοκκία (berikokkia→ grc, das seinerseits von dem Substantiv βερίκοκκον (berikokkon→ grc (neugriechisch βερίκοκο (veríkoko) → el) ‚Aprikose‘ abgeleitet ist[1]

Oberbegriffe:

[1] δέντρο, φυτό

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „βερικοκιά
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „βερικοκιά
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „βερικοκιά

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „βερικοκιά