μπουζούκι (Neugriechisch)

Bearbeiten
Singular Plural

Nominativ το μπουζούκι τα μπουζούκια

Genitiv του μπουζουκιού των μπουζουκιών

Akkusativ το μπουζούκι τα μπουζούκια

Vokativ μπουζούκι μπουζούκια

 
ένα τετράχορδο μπουζούκι [1]

Worttrennung:

μπου·ζού·κι, Plural: μπου·ζού·κια

Aussprache:

IPA: [buˈzuci]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Musik: lautenartiges Musikinstrument mit drei bis vier Saitenpaaren: Busuki
[2] Musik: Busukimusik
[3] nur im Plural, übertragen: Busukilokal, Busuki-Lokal
[4] nur im Plural, Musik: Volksmusikorchester
[5] Musik: Busukispieler
[6] übertragen: Idiot, Dummkopf, Schwachkopf

Herkunft:

Entlehnung aus dem türkischen bozuk → tr[1]

Synonyme:

[3] μπουζουξίδικο
[6] ανόητος, βλάκας, μπουζουκοκέφαλος

Oberbegriffe:

[1] όργανο
[2] μουσική
[4] ορχήστρα

Beispiele:

[1]

Charakteristische Wortkombinationen:

[1] παίζω μπουζούκι
[2] ακούω μπουζούκι

Wortbildungen:

[1] μπουζουξίδικο

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „μπουζούκι
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μπουζούκι
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μπουζούκι
[1–6] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μπουζούκι

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μπουζούκι