μουσείο (Neugriechisch)

Bearbeiten
Singular Plural

Nominativ το μουσείο τα μουσεία

Genitiv του μουσείου των μουσείων

Akkusativ το μουσείο τα μουσεία

Vokativ μουσείο μουσεία

Worttrennung:

μου·σείο, Plural: μου·σεία

Aussprache:

IPA: [muˈsiɔ]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Einrichtung zur Aufbewahrung und Austellung von Objekten; Museum

Herkunft:

Buchwort aus dem altgriechischen μουσεῖον (museion→ grc mit der Lehnbedeutung von italienisch museo → it oder französisch musée → fr[1]

Oberbegriffe:

[1] ίδρυμα

Beispiele:

[1] Πού είναι το αρχαιολογικό μουσείο;
Wo ist das archäologische Museum?

Charakteristische Wortkombinationen:

[1] αρχαιολογικό μουσείο, ιστορικό μουσείο, λαογραφικό μουσείο, παλαιοντολογικό μουσείο

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „μουσείο
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μουσείο
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μουσείο
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μουσείο

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μουσείο