ιστορικός (Neugriechisch)

Bearbeiten
Nominativ Singular und Adverbia
m f n Adverb
Positiv ιστορικός ιστορική ιστορικό ιστορικά
Komparativ
Elativ
Alle weiteren Formen: Flexion:ιστορικός

Worttrennung:

ισ·το·ρι·κός

Aussprache:

IPA: [istɔriˈkɔs]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] sich auf die Geschichte beziehend; historisch, geschichtlich
[2] bedeutend für die Geschichte; historisch
[3] aus der Geschichte bekannt und durch Quellen bezeugt; geschichtlich, historisch

Herkunft:

Buchwort aus dem altgriechischen ἱστορικός (historikos→ grc[1]

Sinnverwandte Wörter:

[3] πραγματικός, υπαρκτός

Gegenwörter:

[1] συγχρονικός
[3] μυθικός, μυθολογικός, πλαστός, φανταστικός

Beispiele:

[1]
[2]
[3]

Charakteristische Wortkombinationen:

[1] ιστορικό μουσείο
[3] ιστορικό γεγονός

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „ιστορικός
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „ιστορικός
[1–3] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „ιστορικός

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „ιστορικός
Singular Plural

Nominativ ο ιστορικός οι ιστορικοί

Genitiv του ιστορικού των ιστορικών

Akkusativ τον ιστορικό τους ιστορικούς

Vokativ ιστορικέ ιστορικοί

Worttrennung:

ισ·το·ρι·κός, Plural: ισ·το·ρι·κοί

Aussprache:

IPA: [istɔriˈkɔs]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Wissenschaftler auf dem Gebiet der Geschichte; Historiker
[2] Verfasser einer Geschichte einer bestimmten Zeit oder Person; Geschichtsschreiber

Herkunft:

Buchwort aus dem altgriechischen ἱστορικός (historikos→ grc[1]

Sinnverwandte Wörter:

[2] ιστοριογράφος, χρονικογράφος

Oberbegriffe:

[1] επιστήμονας
[2] συγγραφέας

Beispiele:

[1]
[2]

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „ιστορικός
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „ιστορικός
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „ιστορικός
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „ιστορικός

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „ιστορικός