λαογραφικός
λαογραφικός (Neugriechisch)
BearbeitenNominativ Singular und Adverbia | ||||
---|---|---|---|---|
m | f | n | Adverb | |
Positiv | λαογραφικός | λαογραφική | λαογραφικό | — |
Komparativ | — | — | — | — |
Elativ | — | — | — | — |
Alle weiteren Formen: Flexion:λαογραφικός |
Worttrennung:
- λαο·γρα·φι·κός
Aussprache:
- IPA: [laɔɣrafiˈkɔs]
- Hörbeispiele: —
Bedeutungen:
- [1] sich auf Volkskunde beziehend; volkskundlich, Volkskunde-
Herkunft:
Beispiele:
- [1]
Charakteristische Wortkombinationen:
- [1] λαογραφικό μουσείο
Übersetzungen
Bearbeiten [1] sich auf Volkskunde beziehend
- [1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „λαογραφικός“
- [1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „λαογραφικός“
Quellen:
- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „λαογραφικός“