αρχαιολογικός
αρχαιολογικός (Neugriechisch)
BearbeitenNominativ Singular und Adverbia | ||||
---|---|---|---|---|
m | f | n | Adverb | |
Positiv | αρχαιολογικός | αρχαιολογική | αρχαιολογικό | αρχαιολογικά |
Komparativ | — | — | — | — |
Elativ | — | — | — | — |
Alle weiteren Formen: Flexion:αρχαιολογικός |
Worttrennung:
- αρ·χαι·ο·λο·γι·κός
Aussprache:
- IPA: [arçɛɔlɔʝiˈkɔs]
- Hörbeispiele: —
Bedeutungen:
- [1] sich auf die Archäologie beziehend; archäologisch
Herkunft:
- Buchwort aus dem altgriechischen ἀρχαιολογικός (archaiologikos☆) → grc[1]
Beispiele:
- [1] Πού είναι το αρχαιολογικό μουσείο;
- Wo ist das archäologische Museum?
Übersetzungen
Bearbeiten [1] sich auf die Archäologie beziehend
- [1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αρχαιολογικός“
- [1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αρχαιολογικός“
- [1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αρχαιολογικός“
Quellen:
- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αρχαιολογικός“