Singular Plural

Nominativ ο αχάτης οι αχάτες

Genitiv του αχάτη των αχάτων

Akkusativ τον αχάτη τους αχάτες

Vokativ αχάτη αχάτες

Worttrennung:

α·χά·της, Plural: α·χά·τες

Umschrift:

achátis, Plural: achátes

Aussprache:

IPA: [aˈxatis], Plural: [aˈxatɛs]
Hörbeispiele: —, Plural:

Bedeutungen:

[1] Geologie, speziell Mineralogie: Achat

Herkunft:

Buchwort aus dem hellenistischen ἀχάτης (achatēs→ grc[1]

Oberbegriffe:

[1] πέτρα

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αχάτης
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „8191

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „8191