κόρυζα
κόρυζα (Altgriechisch)
BearbeitenSingular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | ἡ κόρυζα | αἱ κόρυζαι
|
Genitiv | τῆς κορύζης | τῶν κορυζῶν
|
Dativ | τῇ κορύζῃ | ταῖς κορύζαις
|
Akkusativ | τὴν κόρυζαν | τὰς κορύζας
|
Vokativ | (ὦ) κόρυζα | (ὦ) κόρυζαι
|
Worttrennung:
- κό·ρυ·ζα, Plural: κό·ρυ·ζαι
Umschrift:
- DIN 31634: koryza
Aussprache:
- IPA: […]
- Hörbeispiele: —
Bedeutungen:
- [1] Medizin: Schnupfen
- [2] Medizin: Nasenschleim, Rotz
- [3] übertragen: Stumpfsinn, Dummheit
Herkunft:
- vermutlich mit althochdeutsch hroz → goh (neuhochdeutsch Rotz) verwandt[1][2]
Beispiele:
- [1] „Κορύζας δὲ καὶ πταρμοὺς ἐπὶ πᾶσι τοῖσι περὶ τὸν πλεύμονα νουσήμασι προγεγονέναι, ἢ ἐπιγενέσθαι, κακόν· ἀλλ’ ἐν τοῖσιν ἄλλοισι νουσήμασι τοῖσι θανατωδεστάτοισιν οἱ πταρμοὶ λυσιτελέουσιν.“[3]
- [1] „ἐν μέν τοι κατάῤῥοις τε καὶ κορύζαις καὶ ὅλως ἐν ὅσοις ὑπ’ ἐκκαύσεως ἢ ψύξεως ἢ ὑγρότητος ἐπληρώθησαν αἱ ἐμπρόσθιαι κοιλίαι τοῦ ἐγκεφάλου, οὐ μόνον ἔμφραξις γίγνεται τῶν ἐνταῦθα χωρίων, ἀλλὰ καὶ τοῦ πνεύματος αὐτοῦ τοῦ κατὰ τὰς κοιλίας, ἔτι τε τοῦ περιέχοντος ἐγκεφάλου δυσκρασία τις ἕπεται.“[4]
- [2] „Τοῦτο μὲν, ὅσοισιν ἂν ἡμέων κόρυζα ἐγγένηται καὶ ῥεῦμα κινηθῇ διὰ τῶν ῥινέων, τοῦτο ὡς πολὺ δριμύτερον τοῦ πρότερον γινομένου τε καὶ ἰόντος ἐκ τῶν ῥινέων καθ’ ἑκάστην ἡμέρην, καὶ οἰδέειν μὲν ποιέει τὴν ῥῖνα, καὶ ξυγκαίει θερμήν τε καὶ διάπυρον ἐσχάτως·“[5]
- [2] „Οὐκοῦν ταύτης αἰτιῶμαι τῆς διατάξεως· ἐχρῆν γὰρ τὸ πρᾶγμα ἑξῆς πως γίνεσθαι, τὸν πρεσβύτερον πρότερον καὶ μετὰ τοῦτον ὅστις καὶ τῇ ἡλικίᾳ μετ’ αὐτόν, ἀναστρέφεσθαι δὲ μηδαμῶς, μηδὲ ζῆν μὲν τὸν ὑπέργηρων ὀδόντας τρεῖς ἔτι λοιποὺς ἔχοντα, μόγις ὁρῶντα, οἰκέταις γε τέτταρσιν ἐπικεκυφότα, κορύζης μὲν τὴν ῥῖνα, λήμης δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς μεστὸν ὄντα, οὐδὲν ἔτι ἡδὺ εἰδότα, ἔμψυχόν τινα τάφον ὑπὸ τῶν νέων καταγελώμενον, ἀποθνήσκειν δὲ καλλίστους καὶ ἐρρωμενεστάτους νεανίσκους·“[6]
- [3] „Οὐ μὰ Δί’ ἀλλὰ κενοδοξία καὶ τῦφος καὶ πολλὴ κόρυζα, ταῦτά σε ἀπηνθράκωσεν αὐταῖς κρηπῖσιν οὐκ ἀνάξιον ὄντα·“[7]
- [3] „καὶ τοῦτο μὲν ἔτι ἄκριτον καὶ ἀνώνυμος ἡμῖν ἡ καλὴ πόλις ἐκείνη λήρου πολλοῦ καὶ κορύζης συγγραφικῆς γέμουσα.“[8]
Wortbildungen:
- [1] κορυζάω
Übersetzungen
Bearbeiten [*] Übersetzungen umgeleitet
Für [1] siehe Übersetzungen zu Schnupfen1 m Für [2] siehe Übersetzungen zu Nasenschleim1 m, zu Rotz m Für [3] siehe Übersetzungen zu Stumpfsinn1 m, zu Dummheit1 f |
- [1–3] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „κόρυζα“.
- [1–3] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „κόρυζα“.
- [2, 3] Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0 , Seite 475
Quellen:
- ↑ Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch: „κόρυζα“
- ↑ Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0 , Seite 475
- ↑ Hippocrates, Prognosticon, 14
- ↑ Galenus, De symptomatum causis libri III, 7,107
- ↑ Hippocrates, De prisca medicina, 18
- ↑ Lucianus, Dialogi mortuorum, 6,2
- ↑ Lucianus, Dialogi mortuorum, 20,4
- ↑ Lucianus, Quomodo historia conscribenda sit, 31