Singular Plural

Nominativ η άνοιξη οι ανοίξεις

Genitiv της άνοιξης
της ανοίξεως
των ανοίξεων

Akkusativ την άνοιξη τις ανοίξεις

Vokativ άνοιξη ανοίξεις

Worttrennung:

άν·οι·ξη, Plural: αν·οί·ξεις

Umschrift:

ánixi, Plural: aníxis

Aussprache:

IPA: [ˈaniksi], Plural: [anˈiksis]
Hörbeispiele: —, Plural:

Bedeutungen:

[1] Meteorologie: Frühling

Herkunft:

Erbwort aus dem altgriechischen ἄνοιξις (anoixis→ grc[1]

Gegenwörter:

[1] καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας

Oberbegriffe:

[1] εποχή

Beispiele:

[1] Την άνοιξη κοντά σου και πάλι θα βρεθώ.[2]
Im Frühling werde ich auch wieder bei dir sein.

Wortbildungen:

[1] ανοιξιάτικος

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „άνοιξη
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „άνοιξη
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „άνοιξη

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „άνοιξη
  2. aus: Λεωνίδας Μαλένης, Το γράμμα (zitiert nach: www.stixoi)