Απρίλιος (Neugriechisch)

Bearbeiten
Singular Plural

Nominativ ο Απρίλιος οι Απρίλιοι

Genitiv του Απριλίου των Απριλίων

Akkusativ τον Απρίλιο τους Απριλίους

Vokativ Απρίλιε Απρίλιοι

Worttrennung:

Απρί·λιος, Plural: Απρί·λιοι

Umschrift:

Aprilios

Aussprache:

IPA: [aˈpriliɔs]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] vierter Monat des Jahres; April

Synonyme:

[1] umgangssprachlich: Απρίλης

Oberbegriffe:

[1] μήνας

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „Απρίλιος
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Απρίλιος
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Απρίλιος
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Απρίλιος