Verzeichnis:Neugriechisch/Entlehnungen
Alle Verzeichnisse Was ist ein Verzeichnis? |
↑ Verzeichnis Neugriechisch Auch diese Seite lebt von deiner Mitarbeit. Hilf mit, sie auszubauen! |
→ andere Verzeichnisse „Entlehnungen“ |
die Entlehnung – το δάνειο (dánio) → el
BearbeitenGriechisch | Deutsch | Herkunft | Quelle | Bemerkung |
---|---|---|---|---|
ο γκιόνης (giónis) → el | die Eule | albanisch: gjon → sq | γκιόνης | |
η γούβα (goúva) → el | die Vertiefung | albanisch: guvë → sq | γούβα[1] | oder Erbwort oder ... |
το κοπέλι (kopéli) → el | der Junge | albanisch: kopil → sq | κοπέλι | |
το λουλούδι (louloúdi) → el | die Blume | albanisch: lule → sq | λουλούδι[2] | oder von lateinisch: lilium → la |
το λούμπα (loúmba) → el | die Grube | albanisch: luba → sq | λούμπα | |
ο μπαμπέσης (babésis) → el | der Schurke | albanisch: pabesë → sq | μπαμπέσης | |
η μπέσα (bésa) → el | die Zuverlässigkeit | albanisch: besë → sq | μπέσα[3] | |
ο σβέρκος (svérkos) → el | der Nacken | albanisch: zverk → sq | σβέρκος[4] | |
η φάρα (fára) → el | das Geschlecht | albanisch: farë → sq | φάρα | |
η φλογέρα (flogéra) → el | die Flöte | albanisch: flojerë → sq | φλογέρα | |
το φλάουτο (fláouto) → el | die Flöte | italienisch: flauto → it | φλάουτο | |
η λούτσα (loútsa) → el | die Pfütze | slawisch: luža | λούτσα[5] | |
σίγουρος (sígouros) → el | sicher | venetisch: seguro → xve | σίγουρος[6] |
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Λεξικό της κοινής νεοελληνικής online auf Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα
- Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, Κέντρο Λεξικολογίας, 1998.
Quellen:
- ↑ Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Seite 434
- ↑ Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Seite 1023
- ↑ Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Seite 1140
- ↑ Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Seite 1574
- ↑ Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Seite 1024
- ↑ Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Seite 1590