συμπαθητικός
συμπαθητικός (Neugriechisch)
BearbeitenNominativ Singular und Adverbia | ||||
---|---|---|---|---|
m | f | n | Adverb | |
Positiv | συμπαθητικός | συμπαθητική | συμπαθητικό | [[]] |
Komparativ | ||||
Elativ | ||||
Alle weiteren Formen: Flexion:συμπαθητικός |
Worttrennung:
- συμ·πα·θη·τι·κός
Aussprache:
- IPA: [siɱbaθitiˈkɔs]
- Hörbeispiele: —
Bedeutungen:
- [1] freundliche Gefühle hervorrufend; sympathisch, nett
Sinnverwandte Wörter:
- [1] συμπαθής
Gegenwörter:
- [1] αντιπαθητικός
Beispiele:
- [1] Ο Γιώργος είναι πολύ συμπαθητικός.
- Giorgos ist sehr sympathisch.
Übersetzungen
Bearbeiten [1] freundliche Gefühle hervorrufend
- [1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „συμπαθητικός“
- [1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „συμπαθητικός“
- [1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „συμπαθητικός“