αντιπαθητικός
αντιπαθητικός (Neugriechisch)
BearbeitenNominativ Singular und Adverbia | ||||
---|---|---|---|---|
m | f | n | Adverb | |
Positiv | αντιπαθητικός | αντιπαθητική | αντιπαθητικό | [[]] |
Komparativ | ||||
Elativ | ||||
Alle weiteren Formen: Flexion:αντιπαθητικός |
Worttrennung:
- αν·τι·πα·θη·τι·κός
Aussprache:
- IPA: [andipaθitiˈkɔs]
- Hörbeispiele: —
Bedeutungen:
- [1] Antipathie hervorrufend; unsympathisch
Sinnverwandte Wörter:
- [1] αντιπαθής
Gegenwörter:
- [1] συμπαθητικός
Beispiele:
- [1] Η Μαρία είναι αντιπαθητική.
- Maria ist unsympathisch.
Übersetzungen
Bearbeiten [1] Antipathie hervorrufend
- [1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αντιπαθητικός“
- [1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αντιπαθητικός“
- [1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αντιπαθητικός“