προφορά (Neugriechisch)

Bearbeiten
Singular Plural

Nominativ η προφορά οι προφορές

Genitiv της προφοράς των προφορών

Akkusativ την προφορά τις προφορές

Vokativ προφορά προφορές

Worttrennung:

προ·φο·ρά, Plural: προ·φο·ρές

Aussprache:

IPA: [prɔfɔˈra]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Linguistik: lautliche Realisierung; Aussprache
[2] Linguistik: lautliche Realisierung, die einer Person oder Personengruppe eigen ist; Akzent

Herkunft:

Buchwort aus dem altgriechischen προφορά (prophora→ grc[1]

Beispiele:

[1]
[2]

Übersetzungen

Bearbeiten
[1, 2] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „προφορά
[1, 2] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „προφορά
[1, 2] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „προφορά

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „προφορά