πολυγαμία
πολυγαμία (Altgriechisch)
BearbeitenSingular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | ἡ πολυγαμία | αἱ πολυγαμίαι
|
Genitiv | τῆς πολυγαμίας | τῶν πολυγαμιῶν
|
Dativ | τῇ πολυγαμίᾳ | ταῖς πολυγαμίαις
|
Akkusativ | τὴν πολυγαμίαν | τὰς πολυγαμίας
|
Vokativ | (ὦ) πολυγαμία | (ὦ) πολυγαμίαι
|
Worttrennung:
- πο·λυ·γα·μία, Plural: πο·λυ·γα·μί·αι
Umschrift:
- DIN 31634: polygamia
Aussprache:
- IPA: […]
- Hörbeispiele: —
Bedeutungen:
- [1] Polygamie
Beispiele:
- [1] „ἀκόλαστος γὰρ ἢ μαχλὰς ἢ τριοδῖτις σοβὰς ἢ τὸ τῆς ὥρας ἄνθος ἐπευωνίζουσα ἢ καθαρσίοις καὶ λουτροῖς τὰ ἐκτὸς φαιδρυνομένη, τὰ δὲ ἐντὸς ῥυπῶσα, ἢ καθάπερ τὰ πινάκια χρώμασι τὴν ὄψιν ὑπογραφομένη χήτει φυσικῆς εὐμορφίας ἢ τὸ λεγόμενον πολύανδρον κακὸν ὡς ἀγαθὸν μεταδιώκουσα ἢ πολυγαμίας ἐρῶσα ἢ πρὸς μυρία σπειρομένη ἢ ὑπὸ μυρίων σωμάτων ὁμοῦ καὶ πραγμάτων ἐμπαιζομένη καὶ περιυβριζομένη κεῖθι οὐκ ἔστι.“[1]
Übersetzungen
Bearbeiten [1] Polygamie
- [1] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „πολυ-γαμία“.
- [1] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „πολυγαμία“.
Quellen:
- ↑ Philo Iudaeus, De fuga et inventione, 153–154