αδρεναλίνη
αδρεναλίνη (Neugriechisch)
BearbeitenSingular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | η αδρεναλίνη | —
|
Genitiv | της αδρεναλίνης | —
|
Akkusativ | την αδρεναλίνη | —
|
Vokativ | αδρεναλίνη | —
|
Worttrennung:
- αδρε·να·λί·νη, kein Plural
Umschrift:
- adrenalíni
Aussprache:
- IPA: [aðrɛnaˈlini]
- Hörbeispiele: —
Bedeutungen:
- [1] Biologie: Adrenalin
Herkunft:
- Entlehnung aus dem französischen adrénaline → fr[1]
Oberbegriffe:
- [1] ορμόνη
Beispiele:
- [1]
Übersetzungen
Bearbeiten- [1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „αδρεναλίνη“
- [1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αδρεναλίνη“
- [1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αδρεναλίνη“
Quellen:
- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αδρεναλίνη“