Singular Plural

Nominativ το αβαείο τα αβαεία

Genitiv του αβαείου των αβαείων

Akkusativ το αβαείο τα αβαεία

Vokativ αβαείο αβαεία

Worttrennung:

αβα·είο, Plural: αβα·εία

Umschrift:

avaío, Plural: avaía

Aussprache:

IPA: [avaˈiɔ], Plural: [avaˈia]
Hörbeispiele: —, Plural:

Bedeutungen:

[1] Religion, speziell Katholizismus: Abtei
[2] Religion, speziell Katholizismus: Abteikirche
[3] Religion, speziell Katholizismus: Sitz eines Abtes

Herkunft:

Lehnübersetzung aus dem französischen abbaye → fr mit dem Substantiv αβάς (avás) → el nach dem Muster von ηγουμενείο (igumenío) → el[1]

Oberbegriffe:

[1] μοναστήρι
[2] εκκλησία
[3] κατοικία

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „αβαείο
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αβαείο
[1–3] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αβαείο

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „17