Κύπριος (Neugriechisch)

Bearbeiten
Singular Plural

Nominativ ο Κύπριος οι Κύπριοι

Genitiv του Κυπρίου των Κυπρίων

Akkusativ τον Κύπριο τους Κυπρίους

Vokativ Κύπριε Κύπριοι

Worttrennung:

Κύ·πρι·ος, Plural: Κύ·πρι·οι

Aussprache:

IPA: [ˈcipriɔs]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Einwohner von Zypern; Zyprer, Zypriot

Herkunft:

Buchwort aus dem altgriechischen Κύπριος (Kyprios→ grc[1]

Weibliche Wortformen:

[1] Κύπρια

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „Κύπριος
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Κύπριος
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „Κύπριος
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Κύπριος

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „Κύπριος