μυρμήγκι (Neugriechisch)

Bearbeiten
Singular Plural

Nominativ το μυρμήγκι τα μυρμήγκια

Genitiv του μυρμηγκιού των μυρμηγκιών

Akkusativ το μυρμήγκι τα μυρμήγκια

Vokativ μυρμήγκι μυρμήγκια

Nebenformen:

μερμήγκι

Worttrennung:

μυρ‧μήγ‧κι

Umschrift:

myrmígki

Aussprache:

IPA: [mirˈmiŋɟi]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] staatenbildendes Insekt der Familie Formicidae; Ameise

Beispiele:

[1]

Wortbildungen:

[1] μυρμηγκοφάγος, μυρμηγκοφωλιά, μυρμηλεοντίς

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „μυρμήγκι
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „μυρμήγκι
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „μυρμήγκι