μεγαλομανής (Altgriechisch)

Bearbeiten
Nominativ Singular und Adverbia
m f n Adverb
Positiv μεγαλομανής μεγαλομανής μεγαλομανές
Komparativ
Superlativ
Alle weiteren Formen: Flexion:μεγαλομανής

Worttrennung:

με·γα·λο·μα·νής, Femininum: με·γα·λο·μα·νής, Neutrum: με·γα·λο·μα·νές

Umschrift:

DIN 31634: megalomanēs, megalomanēs, megalomanes

Aussprache:

IPA: [], Femininum: [], Neutrum: []
Hörbeispiele: —, Femininum: —, Neutrum:

Bedeutungen:

[1] sehr rasend

Beispiele:

[1] „τὸν ἱππομανῆ: τὸν πολεμικόν, τὸν στρατηγὸν τὸν μεγαλομανῆ.“[1]
[1] „ἱππομανῆ τινὲς τὸν μεγάλως μαινόμενον ἐξεδέξαντο· ἀλλ’ οὐκ ἐπίστευεν ὁ χορὸς ὅτι ἐμαίνετο ὁ Αἴας· ἢ σὲ τὸν ἐπὶ ἵπποις μαινόμενον καὶ ἱππικόν· ἀλλ’ οἱ νησιῶται οὐχ ἱππομανοῦσιν οὐδὲ ἱππήλατοί εἰσιν αἱ νῆσοι· τὸ ἱππομανῆ τοίνυν πρὸς τὸν λειμῶνα ἐκληπτέον. ἄλλως: ἱππομανῆ ἢ αὐτὸν λέγει τὸν Αἴαντα ὡς μεγάλως μαινόμενον ἀπὸ μεταφορᾶς· ἡ γὰρ τῶν ἵππων μανία χαλεπωτέρα ἐστίν [ἢ ἐπὶ ἵπποις μαινόμενον]· τὸ γὰρ ἵππος ἐπὶ μεγάλου τάσσεται ὡς ἱπποσέλινον καὶ ἱππογνώμονα τὸν μεγαλογνώμονα· ἢ ἐπὶ τοῦ λειμῶνος οἷον τὸν εὐανθῆ, ἐφ’ ᾧ ἵπποι μαίνονται ἢ τὸν ἄγαν μεμηνότα καὶ ἀνθοῦντα καὶ ἐνυβρίζοντα τῇ χλόῃ διὰ τὸ πλῆθος. μεγαλομανῆ.“[2]

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „μεγαλο-μαν%E1%BD%B5ς“.
[1] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „μεγαλομανής“.

Quellen:

  1. Scholia et glossae in Sophoclis Ajacem, 143c
  2. Scholia in Sophoclem, 143