Singular Plural

Nominativ το χιόνι τα χιόνια

Genitiv του χιονιού των χιονιών

Akkusativ το χιόνι τα χιόνια

Vokativ χιόνι χιόνια

Worttrennung:

χιό‧νι

Umschrift:

chióni

Aussprache:

IPA: [ˈçɔni]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Niederschlag in Form von Eiskristallen; Schnee

Beispiele:

[1]

Wortbildungen:

[1] χιονάνθρωπος, χιονάτος, χιονισμένος, χιονοθύελλα, χιονόλυτο, χιονόμπαλα, χιονόνερο, χιονοπάπουτσο, χιονόπτωση, χιονοσκεπής, χιονοστιβάδα

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „χιόνι
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „χιόνι
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „χιόνι