τουρίστας (Neugriechisch)

Bearbeiten
Singular Plural

Nominativ ο τουρίστας οι τουρίστες

Genitiv του τουρίστα των τουριστών

Akkusativ τον τουρίστα τους τουρίστες

Vokativ τουρίστα τουρίστες

Worttrennung:

του·ρίσ·τας, Plural: του·ρίσ·τες

Aussprache:

IPA: [tuˈristas]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Person, die zum Vergnügen reist; Tourist

Herkunft:

Entlehnung aus dem italienischen turista → it[1]

Weibliche Wortformen:

[1] τουρίστρια

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Bearbeiten
[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „τουρίστας
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „τουρίστας
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „τουρίστας

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „τουρίστας