βδομάδα
βδομάδα (Neugriechisch)
BearbeitenSingular | Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | η βδομάδα | οι βδομάδες
|
Genitiv | της βδομάδας | των βδομάδων
|
Akkusativ | τη βδομάδα | τις βδομάδες
|
Vokativ | βδομάδα | βδομάδες
|
Worttrennung:
- βδο‧μά‧δα
Umschrift:
- vdomáda
Aussprache:
- IPA: [vðɔˈmaða]
- Hörbeispiele: —
- Reime: -aða
Bedeutungen:
- [1] siebentägiger Zeitraum; Woche
Beispiele:
- [1] Επτά ημέρες τη βδομάδα, 24 ώρες την ημέρα, 365 μέρες το χρόνο.
- 7 Tage die Woche, 24 Stunden am Tag, 365 Tage im Jahr.
- [1] Οι ημέρες της βδομάδας στην ελληνική γλώσσα φέρουν τα ονόματα: Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, ενώ σε άλλες γλώσσες φέρουν τα ονόματα πλανητών.[1]
- Die Wochentage tragen in der griechischen Sprache die Namen: Kyriakí, Deftéra, Tríti, Tetárti, Pémbti, Paraskeví und Sávvato, während sie in anderen Sprachen die Namen von Planeten tragen.
Wortbildungen:
- [1] βδομαδιαίος
Übersetzungen
Bearbeiten [*] Übersetzungen umgeleitet
Für [1] siehe Übersetzungen zu Woche1 f |
- [1] Neugriechischer Wikipedia-Artikel „βδομάδα“
- [1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „βδομάδα“
- [1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „βδομάδα“
Quellen: