Benutzer:Sicaria/erstellen
Anmerkung:
Der freundliche Benutzer, der einen der Einträge von dieser Liste für mich erstellt, darf danach den Link entfernen. Oder er lässt ihn stehen, damit ich mich über ein blaues Wort freuen kann.
- ἐνοικέω: deutsche Referenz finden, Formen nachschlagen
- ἐνσεμνύνομαι: dito
- σεμνύνω
- medicamentar: brauchbares Beispiel in der Literatur finden.
- dejadez
- ἀβίωτος
- ἄγαν
- ἀγανακτέω
- ἀγαπητός
- ἀγγελία
- ἄγγος
- ἀγέννης
- ἄγκαλαι
- turhaan, turhaksi, turha und turhake (letzteres unbedingt.)
- ἀγνοέω
- ἄγνωστος, ἄγνωτος
- ἀγοράζω
- ἀγορεύω
- ἄγριος
- ἀγριόω
- ἀγρυπνέω
- Flexion:ἄγω
- ἀγωνιστικός
- ἀδάπανος
- ἀδελφιδοῦς
- ἄδηλος
- ἀδύνατος
- ᾄδω
- ἀεί
- ἀεροδόνητος
- ἀηδία
- ἄθλιος
- ἄθροος
- ἀθυμέω
- ἀθυμία
- αἰκίζομαι
- αἱμασιά
- αἴρω
- αἰσθάνομαι
- αἰσχύνομαι
- αἰτέω
- αἴτιος
- Αἰτναῖος
- αἰωρέομαι
- ἀκάθαρτος
- ἀκαρεῖ / ἐν ἀκαρεῖ
- ἀκέραιος
- ἀκεσφόρος
- ἀκίνδυνος
- ἀκίνητος
- ἀκολασία
- ἀκόλαστος
- ἀκονιτί
- ἄκουρος
- ἀκούσιος
- ἀκούω
- ἄκρατος
- ἀκριβεία
- ἀκριβῶς
- ἀκροάομαι
- ἄκρος
- ἀκτένιστος
- ἀλαζονεία
- ἀλεαίνω
- ἀλείφω
- ἀληθής
- ἀληθινός
- ἀληθῶς
- ἁλίσκομαι
- ἀλιτήριος
- ἀλλά
- ἀλλαντοπώλης
- ἄλληλοι
- ἀλλοῖος
- ἅλλομαι
- ἄλλος
- ἄλλοσε
- ἄλλοτε
- ἄλλως τε καί
- ἁλούς
- ἄλφιτα
- ἅμα, ἅμ᾽ ἡλίῳ
- ἁμαρτάνω
- ἁμάρτημα
- ἁμάξιτος
- ἀμαυρός
- ἀμείνων
- ἀμελέω
- ἀμεμπτός
- ἀμηχανέω
- ἅμμα
- ἄμορφος
- ἄμουσος
- ἀμπέχομαι
- ἄμυλος
- ἀμφισβητέω
- ἀμφότεροι
- ἄμφω
- ἄν
- ἄνα
- ἀναβαίνω
- ἀναβιβάζω
- ἀναβοάω
- ἀναγιγνώσκω
- ἀναγκάζω
- ἀνάγκη
- ἀναγκαῖος
- ἀναγνώστης
- ἀναιδεία
- ἀναίσθητος
- ἀναιρέομαι
- ἀναιρέω
- ἀνακαγκάζω
- ἀνακύπτω
- ἀναλαμβάνω
- ἀναμιμνήσκομαι
- ἀνάμνησις
- ἀνανεύω
- ἄναντα
- ἀναπηδάω
- ἀναπτοέω
- ἀνάπτω
- ἀναρριχάομαι
- treintañero und alle anderen Altersangaben dieser Art
- ἀνασπάω
- ἀνατετραμμένοι
- ἀναφύω
- ἀναχωρέω
- ἀνδρῶν
- ἀνέδην
- ἀνεδήσατο
- ἀνεκτός
- ἀνέλπιστος
- ἀνερευνάω
- ἀνεσπακώς
- ἀνέψιος
- ἀνέῳξα
- ἀνθρωπίσκος
- ἀνθρωποείδης
- ἀνθρωπόκτονος
- ἀνίστημι
- ἀνιστορέω
- ἀνόητος
- ἀνοίγνυμι
- ἀνοιμόζω
- ἀνόμοιος
- ἀνορθόω
- ἀνταγωνίζομαι
- ἀντεπιτίθημι
- ἀντεροῦσα
- ἀντιβολέω
- ἀντιγράφω
- ἀντιλέγω
- ἀντιπαταγέω
- ἀντιφθέγγομαι
- ἄνω
- ἀνωφελής
- ἄξιος
- ποτε
- ἀξιόω
- ἀόρατος
- ἀπᾴδω
- ἀπαιτέω
- ἀπαλλάττω
- ἁπαλός
- ἀπαμύνομαι
- ἀπανίστημι
- ἅπαξ
- ἅπας, ἅπασα, ἅπαν
- ἀπέβη
- ἄπειμι
- ἀπεῖρξαι
- ἀπελαύνω
- ἀπεργάζομαι
- ἀπερισκέπτως
- ἀπέρχομαι
- ἀπέχω
- ἀπέχομαι
- ἀπῆλθε
- ἄπιθι
- ἀπιστέω
- ἄπιστος
- ἁπλόω
- ἀπ', ἀφ' zu ἀπό
- ἀποβαίνω
- ἀποβάλλω
- ἀποβεβλημένος
- ἀποδάκνω
- ἀποδημέω
- ἀποδίδωμι
- ἀπόδοσις
- ἀπόζω
- ἀποθνῄσκω
- ἀποκνέω
- ἀποκοιμάομαι
- ἀπόκοιτος
- ἀποκρίνομαι
- ἀποκρύπτω
- ἀποκτείνω
- ἀποκωλύω
- ἀπολαύω
- ἀπόλοιο
- ἀπομύττω
- ἀποπνίγω
- ἀπορέω
- ἀπόρρητος
- ἀπορρίπτω
- ἀποσιωπάω
- ἀποστάζω
- ἀποστρέφω
- ἀποτίθημι
- ἀποτίλλω
- ἀποχρᾷ μοι
- ἀπροθύμως
- ἀπροσδόκητος
- ἅπτομαι
- Flexion:llover
- ἄρα
- ἆρα
- ἀράττω
- ἀράχνη
- ἀρβύλη
- ἀργύριον
- ἀργυροῦς
- ἀρεσκόντως
- ἀρέσκω
- ἀριθμέω
- ἀρίστερος
- ἄριστον
- ἀριστοποιέομαι
- ἄριστος
- ἅρμα
- ἁρμόζω
- ἆρ᾽ οὐ;
- ἄρουρα
- ἁρπάζω
- ἄρρητος
- ἄρτι
- ἀρτοπωλίς
- ἀρτοπωλίον
- ἄρτος
- ἀρχαῖος
- ἄρχω
- ἄσαρκος
- ἀσκέω
- ἀσθενής
- ἀσμαίνω
- ἀσκαρδαμυκτί
- ἄσμενος
- ἀστήρ
- ἀστὴρ πλανήτης
- ἀστραπή
- ἀσύνετος
- ἀσφαλεία
- ἀτάρ
- ἅτε
- ἀτενής
- ἀτενίζω
- ἀτερπής
- ἀτέχνως
- ἀτοπία
- ἄτοπος
- ᾄττω
- αὖ, αὖθις
- αὐγή
- αὐδάω
- αὐθήμερον
- αὔλειος
- αὐλή
- αὔριον
- ἀφέλκω
- αὐτίκα
- αὐτόθι
- αὐτοκίνητον
- αὐτόσε
- αὔχην
- αὐχμηρός
- ἀφανίζω
- ἀφαρπάζω
- ἀφελῶς
- ἀφθόνως
- ἀφικνέομαι
- ἀφίσταμαι
- ἄφνω
- ἄφοδος
- ἀφόρητος
- immoral
- froth (Verb und Substantiv)
- invitare → la
- ἀφρός
- ἄφρων
- ἀφύλακτος
- ἄχαρις
- ἄχρους
- ἄψορρον
- ἀψοφητί
- βαδίζω
- βάθρον
- βαθύς
- βαίνω
- βάκτρον
- βαλάνειον
- βάπτω
- βαρβαρικός
- βάρος
- Flexion:pulcher
- herumspielen
- herumprobieren
- βαρύνομαι
- βαρύς
- βδελυρός
- βδελύττομαι
- βέβαιος
- βεβαίως
- βέλτιστος
- βελτίων
- βιάζομαι
- βιαίως
- βιβλιοθήκη
- βλακεία
- βλακικός
- βλάξ
- recondense → en
- ἀίσσω
- ᾆσσον
- ἀναστρέφω
- derrotista → es (m/f)
- ciclista → es (m/f)
- spiritual → en
- akklimatisieren
- versenken
- erweichen
- beschwichtigen
- torta auf Spanisch: Gebäck und Ohrfeige
- golpe
- ente (Spanisch)
- auto (Spanisch; Kultismus für acto)
- lujurioso
- lindar, linde (Spanisch)
- verunglücken
- βλάπτω
- βλέπω
- βοάω
- βομβάξ
- βομβέω
- βορβορυγμός
- βούπαις
- βούλευμα
- βουλεύω
- βουλιμία
- βούλομαι
- βραδέως
- βραδύνομαι
- βραχίων
- βρέμω, βρέμομαι
- βρέφος
- βρεφύλλιον
- βρέχω
- βροντήματα
- βωμολοχία
- γαία
- γάλα
- γαλακτοπωλεῖον
- γαλεώτης
- γαλῆ
- γάρ
- γε
- γέγηθα
- γείτων
- γελάω
- γελοῖος
- γέλως
- γεμίζω
- γέμω
- γενέθλια
Zwischenüberschrift für leichteres Bearbeiten
Bearbeiten- γένειον
- γένναιος
- γεννάω
- γεραίτερος
- γέρανος
- γεύομαι
- γέφυρα
- γεωγραφέω
- γή
- γίγας
- γίγνομαι
- γλαυκός
- γλαυκόμματος
- γλισχρός
- γλίχομαι
- γλυκύπικρος
- γλυκύς
- γλύκυσμα
- γνύξ
- γνωρίζω
- γογγυλίς
- γογγύλος
- γόμφος
- γονεύς
- γόνυ
- γόος
- γοργωπός
- γοῦν
- γράμματα
- γραμματεύς
- γραῦς
- γραφή
- γράφω
- γύη
- γυμνάζομαι
- γυμνόω
- γύναιον
- γωνία
- δαιμόνιος
- δάκρυον
- δακρυρροέω
- δακρύω
- δακτυλοδεικτέω
- δάκτυλος
- δάσκιος
- δασύς
- δ᾽ zu δέ
- δέδια
- δεδομένος
- δεῖ
- δείκνυμι
- δείλη
- δειπνέω
- δεῖνα
- δεινός
- δέκατος
- δελτάριον
- δελφάκιον
- δελφινάριον
- δεξιά
- δέννος
- δέον; ἐς τὸ δέον
- δεῦρο
- abrasarse (reflexiv)
- intentar → es und intentar → ca
- doctor → es und doctora
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]
- [[]]